TopSpeed Retrocar Sunday – Chapter : Plymouth Road Runner
Copyright : Eduardo Lopes, Flickr
To Plymouth Road Runner, είναι ένα απο εκείνα τα “unicorn” αυτοκίνητα, που έχουν μεγάλη ιστορία στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, αλλά στην Ευρώπη είναι σχετικά άγνωστα. Το Road Runner, παρουσιάστηκε απο τη Plymouth το 1968, ως ένα mid-sized αυτοκίνητο, εστιασμένο στις επιδόσεις, σε μία εποχή που τα λιτά και προσιτά muscle car, άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο “φορτωμένα”, αλλά και ακριβά.
Μερικά χρόνια πριν, η Plymouth είχε πληρώσει 50.000 δολάρια στη Warner Bros – Seven Arts, προκειμένου να αποκτήσει το δικαίωμα χρήσης του ονόματος road runner και coyote, καθώς και τους χαρακτήρες απο το ομόνυμο cartoon. Επιπλέον, η Plymouth ξόδεψε 10.000 δολάρια, προκειμένου να εξελίξει μία κόρνα για το Road Runner, με το κλασσικό ήχο “beep beep”, που έκανε και στο cartoon ο road runner.
Πρώτη Γενιά ( 1968 – 1970)
1968
Τα πρώτα αυτοκίνητα της χρονιάς του 1968, ήταν διαθέσιμα μόνο ως δίπορτα coupe (με κεντρική κολώνα, ανάμεσα στα εμπρός και πίσω παράθυρα), με ένα μοντέλο “hardtop” να παρουσιάζεται λίγο αργότερα, στο οποίο απουσίαζε η κεντρική κολώνα.
Το Road Runner της πρώτης γενιάς, βασιζόταν στο Plymouth Belvedere, ενώ η πιο πλούσια έκδοση του, GTX, βασιζόταν στο Sports Satellite, φέροντας και ελαφρώς διαφοροποιημένη γρύλια και πίσω φωτιστικά σώματα.
Το εσωτερικό του ήταν “Σπαρτιατικό”, με ένα απλό bench κάθισμα στο εμπρός μέρος, επενδυμένο σε βινύλιο, με τα αρχικά αυτοκίνητα, να μην έχουν καν μοκέτα. Στα εξτρά, υπήρχε η δυνατότητα επιλογής μεταξύ άλλων, υδραυλική υποβοήθηση τιμονιού, εμπρός φρένα με δισκόπλακες αντί ταμπούρων, ραδιόφωνο AM, air condition (εκτός της έκδοσης 426 Hemi) και αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων. Στα αυτοκίνητα με το μηχανικό κιβώτιο ταχυτήτων, ο επιλογέας ήταν στο πάτωμα, με μόνο ένα λαστιχένιο boot, χωρίς κεντρική κονσόλα, για να χωράει το bench κάθισμα.
Ο βασικός κινητήρας, ήταν ένας Road Runner exclusive 6.3 λίτρων, V8 με 4-barrel Carter καρμπυρατέρ, με απόδοση 340 ίππους και 576Nm ροπή. Ο κινητήρας, ήταν εφοδιαμένος με τους εκκεντροφόρους απο τον 440 Super Commando καθώς και μία μικρή αύξηση της συμπίεσης, της τάξης του 0.25, έδιναν στο κινητήρα του Road Runner μία ελαφρώς μεγαλύτερη απόδοση. Ωστόσο, τα αυτοκίνητα με το air condition, ήταν εφοδιασμένα με την έκδοση χωρίς τους εκκεντροφόρους του 440, καθώς δεν δημιουργούσαν επαρκές vacuum, προκειμένου να λειτουργεί σωστά το σύστημα του air condition. Αυτός ο κινητήρας, είχε την ίδια ροπή, αλλά 10 ίππους λιγότερο. Έναντι 714 δολαρίων, ωστόσο, υπήρχε και η δυνατότητα επιλογής του 7λιτρου, Hemi, με απόδοση 430 ίππων και 665Nm ροπής. Απο αυτά τα εξτρά που αξίζουν μέχρι και το τελευταίο cent τους.
Στο βασικό εξοπλισμό, το Road Runner ήταν εφοδιασμένο με ένα μηχανικό κιβώτιο 4 σχέσεων, με floor shifter, ενώ υπήρχε και η δυνατότητα επιλογής του αυτόματου κιβωτίου TorqueFlite, 3 σχέσεων.
Η Plymouth, προσδοκούσε να πουλήσει 20.000 αυτοκίνητα για το 1968, με τις συνολικές παραγγελίες ωστόσο να ανέρχονται στις 45.000 ! Ο συγκεκριμένος αριθμός, έκανε το Road Runner το τρίτο πιο εμπορικό αυτοκίνητο της χρονιάς, μετά τα Pontiac GTO και Chevrolet SS-396 Chevelle. Η μεγάλη επιτυχία του Road Runner, ώθησε τη Dodge, να βάλει στη παραγωγή το “ξαδερφάκι” του Road Runner, το Super Bee.
1969
Το 1969, το Road Runner αποκτά νέα λογότυπα, μικρές αλλαγές σε εμπρός γρύλια, πίσω φώτα και την επιλογή bucket καθισμάτων. Επίσης, προστέθηκε και η δυνατότητα αγοράς τους ως καμπριο, με 2128 αυτοκίνητα να πωλούνται ως κάμπριο, όλα με τον 6.3 λίτρων V8, πλην 10 που είχαν τον 7λιτρο Hemi.
Copyright : Bill McChesney, Flickr
Το ’69, παρουσιάστηκε επίσης ένα νεο εξτρά, το “Air Grabber” το οποίο ένωνε τις εισαγωγές του καπό, μέσω ενός καναλιού στο εσωτερικό του, ανακατευθύνοντας τη ροή του αέρα στο φίλτρο, το οποίο στο κάλυμα του έφερε ένα αυτοκόλλητο που έγραφε “Coyote Duster”. Το σύστημα αυτό, έφερε flaps, τα οποία ο οδηγός άνοιγε και έκλεινε απο ένα μοχλό κάτω απο το ταμπλό, καθορίζοντας αν ο αέρας ρέει προς το χώρο του κινητήρα ή προς την εισαγωγή του.
Στο πρώτο μισό της χρονιάς, ο 6.3 και ο Hemi, ήταν οι δύο μοναδικές επιλογές κινητήρα. Στο δέυτερο μισό, ήρθε και προστέθηκε ο Α12 440 κινητήρας, ο οποίος απέδιδε 395 ίππους και 665Nm ροπή (ίδια με αυτή του Hemi, απλά σε χαμηλότερες στροφές).
Το Road Runner, ψηφίστικε απο το Motor Trend “Αυτοκίνητο της Χρονιάς”, με τις συνολικές πωλήσεις του να ανέρχονται στα 81.125 αυτοκίνητα για τις ΗΠΑ και άλλα 3.295 επιπλέον, για το Καναδά και άλλες χώρες.
1970
Το μοντέλο του 1970, έφερε πολλές αλλαγές στο λιτό μοντέλο του 1968 & 1969. Νέα εμπρός γρύλια, το bench κάθισμα εμπρός ήταν επενδυμένο σε βινύλιο και ύφασμα, νέο καπό, νέα εμπρός φτερά, νέα πίσω φτερά (με διακοσμητικά – μη λειτουργικά scoops), καθώς και νέα single piston Kelsey-Hayes φρένα στο εμπρός μέρος. Επιπλέον, διαφοροποιήθηκε και η λειτουργία του Air Grabber, με το εμπρός scoop, το οποίο πλέον μέσο ενός διακόπτη, ανέβαινε και κατέβαινε, αυξάνοντας ή μειώνοντας το άνοιγμα και συνεπώς τη ποσότητα του αέρα που εισέρχονταν προς την εισαγωγή.
Οι κινητήρες παρέμειναν ως είχαν, με διαφορά μόνο στο κιβώτιο ταχυτήτων, όπου πλέον μέρος του βασικού εξοπλισμού ήταν ένα αυτόματο 3 σχέσεων Heavy-duty κιβώτιο, με το αυτόματο 3ρι TorqueFlite και το μηχανικό 4ρι, να υπάρχουν ως προαιρετικός εξοπλισμός.
Το 1970, ήταν η δεύτερη και τελευταία χρονιά διάθεσης του Road Runner ως καμπριο, μίας και ο αριθμός των παραγγελιών ήταν πολύ χαμηλός, για να δικαιολογήσει τη συνέχιση της διάθεσης του. Επιπλέον, το Road Runner απέκτησε στα εξτρά, τη δυνατότητα επιλογής bucket καθισμάτων, με προσκέφαλο πλέον.
Το 1970 όμως, ήταν κακή χρονιά για το Road Runner και όλα τα μεγάλου κυβισμού muscle car γενικότερα, καθώς μία νέα τιμολογιακή πωλητική απο τις ασφαλιστικές εταιρείες, αύξησε κατακόρυφα τη τιμή των ασφαλίστρων, με αποτέλεσμα μία πτώση της τάξης του 50% στις πωλήσεις. Επιπλέον, η είσοδος του Duster 340, ενός ακόμα πιο οικονομικού στην αγορά και με χαμηλότερα ασφάλιστρα, μοντέλου, με παρόμοιες επιδόσεις, έφερε σύννεφα πάνω απο το μέχρι τώρα άκρως επιτυχημένο Road Runner.
1970 Superbird
To Superbird ήταν δημιούργημα της Chrysler, στη προσπάθεια της να φέρει την Petty Engineering πίσω στη δική της ομάδα, για τη σεζόν του 1970 στο NASCAR. Η επιστροφή αυτή καθώς και η απαίτηση των διοργανωτών του NASCAR να κατασκευαστεί τουλάχιστον ένα αυτοκινητο δρόμου, για κάθε έμπορο που έχει ο κάθε κατασκευαστής, οδήγησε στη παραγωγή 1935 Superbird.
Το νέο εμπρός μέρος, το οποίο είχε ως βάση τα εμπρός φτερά, πρόσθεσε 48.3 εκατοστά στο μήκος του Road Runner, ενώ η 2 ποδιών ψηλή αεροτομή στο πίσω μέρος, υπήρχε, όπως αποδείχτηκε, για πρακτικούς και όχι λειτουργικούς λόγους, μίας και η θεωρία περί “καθαρού” αέρα, επαρκούσε αν η αεροτομή ήταν στο ύψος της οροφής του αυτοκινήτου, πράγμα που δεν θα επέτρεπε όμως το πορτμπαγκαζ να ανοίξει πλήρως. Η αεροτομή δεν ήταν σχεδόν λειτουργική σε ταχύτητες αυτοκινητόδρομου, παρά μόνο σε ταχύτητες πίστας, που ανέρχονταν περίπου στα 240 χιλιόμετρα / ώρα.
Λόγω της “χλιαρής” απήχησης που είχε στην αγορά, κάποιοι έμποροι αφαίρεσαν το διαφοροποιημένο εμπρός μέρος και τη πίσω αεροτομή απο τα Superbird, προσπαθόντας να τα πουλήσουν ως κοινά Road Runner. H χαμηλή απήχηση στην αγορά, ήταν και ο λόγος για τον οποίο το Superbird πωλήθηκε μόνο για ένα έτος.
Δεύτερη Γενιά ( 1971 – 1974)
1971
Το 1971, στη δεύτερη πλέον γενιά του, το Road Runner αλλάζει ριζικά σχεδιαστικά. Το coupe αμάξωμα του, αποκτά ένα πιο καμπυλωτό design, κανοντας το πιο αεροδυναμικό, συνεπώς και πιο σταθερό σε μεγάλες ταχύτητες.
Χαρακτηριστικά, ακολουθόντες τις σχεδιαστικές τάσεις της εποχής, το Road Runner απέκτησε ένα παρμπριζ σε πιο αμβλεία γωνία, καθώς και φωτιστικά σώματα και γρύλια που ήταν τοποθετημένα λίγο πιο πίσω, δημιουργώντας ένα βάθος στο μάτι.
Για το εσωτερικό, υπήρχε πλέον η δυνατότητα παραγγελίας ηλεκτρικά ρυθμιζόμενων καθισμάτων, χοντρής μοκέτας, κλιματισμού και υδραυλικής υποβοήθησης τιμονιού (μη διαθέσιμα στο αυτοκίνητα με τον Hemi). Επιπλέον, προστέθηκε περισσότερο ηχομονωτικό υλικό στο εσωτερικό.
Στο κομμάτι των κινητήρων, εμφανίζεται ένας 5.6 λίτρων V8 (ο 340) καθώς και μία detuned εκδοχή του 6.3 λίτρων 383. Αυτό είχε ως όφελος, τα Road Runner με αυτό το κινητήρα, να γλυτώνουν τα premium στα ασφάλιστρα, μειώνοντας σημαντικά το κόστος της ασφάλισης τους. Επίσης, ο 383 κινητήρας, μπορούσε πλέον να λειτουργήσει και με απλή βενζίνη, αντί premium. Τέλος ο 440 “Six pack” καθώς και ο Hemi, θα είναι για τελευταία εμπορική χρονιά διαθέσιμοι ως επιλογή.
1972
Το μοντέλο του 1972, έφερε μικρές σχεδιαστικές αλλαγές, όπως τα εμπρός φώτα τα οποία πλέον είχαν επανασχεδιαστεί ελαφρώς, προκειμένουν να ταιριάζουν περισσότερο στο design του νέου εμπρός μέρους, τα πλαϊνα side markers πλέον προεξείχαν και τα πίσω φωτιστικά σώματα έφεραν ένα χοντρό λάστιχο στο περίγραμμα τους, ως μέρους του νέου σχεδιασμού.
Οι μεγαλύτερες αλλαγές επήλθαν ωστόσο για άλλη μία φορά στους κινητήρες, λόγω των νέων κανονισμών για τις εκπομπές ρύπων. Ο 383 big block V8, αντικαθίσταται απο τον 400CID V8, ο οποίος είχε και μία high performance εκδοχή (με 4 barrel καρμπυρατέρ, άλλο εκκεντροφόρο και διπλές απολήξεις εξάτμισης). Επιπλέον, προστέθηκε στη γκάμα ένας small block 340CID κινητήρας. Ήταν επίσης η τελευταία χρονιά, που το μηχανικό 4 σέσεων κιβώτιο μπορούσε να συνδυαστεί με οποινδήποτε απο τους 3 κινητήρες.
Λόγω αυτών των αλλαγών, η συμπίεση στους κινητήρες μειώθηκε (προκειμένου να μπορούν να λειτουργήσουν με βενζίνη με λιγότερο ή καθόλου μόλυβδο), με την απόδοση τους επίσης να μειώνεται και τις επιδόσεις να γίνονται όλο και χαμηλότερες.
1973 – 1974
Το μοντέλα του 1973 και 1974, είχαν και πάλι ένα πιο τετραγωνισμένο σχήμα, πράγμα που έφερνε σχεδιαστικά περισσότερο στα 4πορτα μοντέλα του 1971 και 1972. Επιπλέον, για το εσωτερικό, υπήρχαν ως εξτρά, ηλεκτρικά καθίσματα και παράθυρα, καθώς και πιο χοντρής επένδυσης μοκέτες και καλύματα καθισμάτων. Πλέον, το Road Runner, αρχίζει να γίνεται luxury cruiser, παρά muscle car.
O νέος σχεδιασμός καθώς και ο πιο πολυτελής και “ταξιδιάρικος” χαρακτήρας του Road Runner, βοήθησαν να αυξηθούν οι πωλήσεις κατά 40%, σε σχέση με το 1972. Πλέον όμως, χάθηκε ο sport χαρακτήρας του, με αυτό να είναι εμφανές απο τις δοκιμές επιδόσεων, με το χρόνο στο 400ρι να είναι πλέον στα high 15s’ και τη ταχύτητα να είναι μετα βίας λίγο πάνω απο τα 200 χιλιόμετρα / ώρα. Η muscle car μεριά του Road Runner, έσβησε.
Τρίτη Γενιά (1975)
Η τρίτη και τελευταία γενιά του Road Runner, που έκανε το ντεμπούτο της το 1975, ήταν βασισμένη στο νέο μοντέλο της Plymouth, το Fury. Όπως το Fury, έτσι και το Road Runner, μπορούσε να παραγγελθεί με πολυτελές σαλόνι, ηλεκτρικά καθίσματα και παράθυρα, καθώς και μία πληθώρα επιπλέον επιλογών, καθιστόντας το πλέον cruiser παρά muscle car. Το Road Runner έφερε μία blacked out γρύλια και χαρακτηριστικά decals στο πλάι που το ξεχώριζαν απο το Fury. Οι επιλογές κινητήρων στη τρίτη γενιά ήταν, όλοι V8, οι :
- 318 (5.2 L), single barrel, single exhaust με απόδοση 145 ίππους
- 360 (5.9 L), two barrel, single exhaust με απόδοση 170 ίππους
- 360 (5.9 L), four barrel, dual exhaust με απόδοση 220 ίππους
- 400 (6.6 L), two barrel, single exhaust με απόδοση 160 ίππους
- 400 (6.6 L), four barrel, single exhaust με απόδοση 185 ίππους
- 400 (6.6 L), four barrel, dual exhaust & εκκεντροφόρο με απόδοση 235 ίππους
Σε μία δοκιμή του Car and Driver, με ένα Road Runner των 235 ίππων, το περιοδικό μέτρησε το 400ρι στα, πλέον για τα καλά, ξεπερασμένα 16 δευτερόλεπτα και τη ταχύτητα “εξόδου” στα 195 χιλιόμετρα / ώρα.
Πλέον, μοναδική επιλογή ήταν το αυτόματο 3 σχέσεων TorqueFlite κιβώτιο, με το ισχυρότερο 360ρι και τα 400ρια, να έχουν τη δυνατότητα επιλογής του ενός axle ratio gearing στα 3.21 .
Ο ισχυρότερος κινητήρας της Plymouth, o 440 (7.2 L) ήταν αποκλειστικά διαθέσιμος για το περιπολικά Road Runner, αν και κατασκευάστηκαν και κάποια πολιτικά, με ειδικές παραγγελίες στο εργοστάσιο, με το κωδικό Α38 (Police Package). Ο 440ρης κινητήρας, είχε απόδοση 255 ίππους.
Απο τα μόλις 7.183 Road Runner που κατασκευάστηκαν το 1975, το 50% αυτών έφερε το βασικό κινητήρα, των 145 ίππων.
Road Runner trim package (1976 – 1980)
Απο το 1976 και έπειτα, το όνομα Road Runner έπαψε να υφίσταται ως μοντέλο και έγινε πλέον πακέτο για decal στο Plymouth Volare, μέχρι και την παύση της παραγωγής του το 1980, όπου και μπήκε πλέον στο ντουλάπι της ιστορίας.
Tout compte fait
Το Road Runner είναι απο τα πλέον διαχρονικά και iconic muscle car. Για την εποχή του, ήταν μία προσπάθεια διατήρησης του “ανόθευτου” muscle car, αν και αυτό στη πορεία κατέληξε περισσότερο άνετο, πολυτελός και cruiser, παρά Σπαρτιατικό και καθαρόαιμο. Όπως είπε και ο Γιώργος ο Καραγιάννης, η εμπειρία οδήγησης ενός Road Runner, συνοψίζεται κάπως έτσι : ” Σαν να σου έριξαν κλωτσιά στην πλάτη. Ο,τι πιο τρομακτικό έχω πιάσει στα χέρια μου. Τρομακτική δύναμη, φοβερά βίαιο αυτοκίνητο. Δε γίνεται να το οδηγήσεις και να μη φοβηθείς για τη ζωή σου ” .