Η VW ζητά την καθυστέρηση εφαρμογής των προτύπων εκπομπών Euro 7

Οι αυτοκινητοβιομηχανίες αντιδρούν στους προτεινόμενους κανονισμούς για τις εκπομπές ρύπων Euro 7, για τους οποίους υποστηρίζουν ότι είναι υπερβολικά δαπανηροί

Η Volkswagen ζήτησε να μετατεθεί η εφαρμογή των νέων προτύπων εκπομπών της ΕΕ τουλάχιστον μέχρι το φθινόπωρο του 2026, δηλαδή λίγο περισσότερο από ένα χρόνο αργότερα από ό,τι είχε προγραμματιστεί, με στόχο όλα τα νέα αυτοκίνητα να πληρούν τα πρότυπα μέχρι το φθινόπωρο του 2027.

Η VW θα μπορούσε να τηρήσει αυτό το χρονοδιάγραμμα υπό την προϋπόθεση ότι ο νόμος θα τεθεί σε ισχύ στα μέσα του 2024, δίνοντας στους κατασκευαστές αυτοκινήτων δύο χρόνια προθεσμία για να αρχίσουν να εφαρμόζουν τα προβλεπόμενα πρότυπα και τρία χρόνια για να καλύψουν ολόκληρο τον νέο στόλο τους, ανέφερε η Volkswagen σε έγγραφο με τις θέσεις της.

Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι νομοθέτες θα διαπραγματευτούν φέτος τις προτάσεις Euro 7 για αυστηρότερα όρια για τις εκπομπές των αυτοκινήτων και για τα βαρέα φορτηγά και λεωφορεία, συμπεριλαμβανομένων των οξειδίων του αζώτου και του μονοξειδίου του άνθρακα.

Οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες αντιστέκονται στους προτεινόμενους κανονισμούς για τις εκπομπές ρύπων, για τους οποίους υποστηρίζουν ότι είναι πολύ δαπανηροί και αδύνατο να εφαρμοστούν με την ταχύτητα που αναμένει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Παρόλα αυτά, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα μέτρα είναι απαραίτητα το συντομότερο δυνατό για τη μείωση των επιβλαβών εκπομπών όσο τα αυτοκίνητα με κινητήρα εσωτερικής καύσης παραμένουν στους δρόμους.

Η προσδοκία να εφαρμοστούν οι νέοι κανόνες από τον Ιούλιο του 2025 θα οδηγούσε σε διακοπή της παραγωγής πολλών μοντέλων για πολλούς μήνες σε όλη την Ευρώπη, ανέφερε η VW στο έγγραφο θέσης της την Πέμπτη.

Άλλες πτυχές του κανονισμού, όπως οι περιορισμοί στα μικροσκοπικά σωματίδια από το φρενάρισμα και τη φθορά των ελαστικών, θα πρέπει να καθυστερήσουν, ανέφερε η Volkswagen, χωρίς να δώσει ημερομηνία.

“Χρειάζονται αρκετά χρόνια προετοιμασίας”, ανέφερε η ανακοίνωση, επισημαίνοντας την έλλειψη προμηθευτών ή βιομηχανικής παραγωγής ελαστικών που να πληρούν τις νέες απαιτήσεις.