Φωτογραφίες: Άγγελος Λουκίσσας
Για έναν περίεργο λόγο που δεν μπορώ να κατανοήσω, το Citroen C1 είναι δημοφιλέστατο στις τάξεις των γυναικών. Στο… γκαλοπάκι που έκανα, λες και η Citroen τους είχε κάνει… μάγια, δεν βρέθηκε γυναίκα που να μη δώσει τη σχεδόν τυποποιημένη απάντηση «χαριτωμένο είναι». Εντάξει, γαλλικό είναι -και οι Γάλλοι ξέρουν από φινέτσα. Αυτό, είναι βασικό για τις -περισσότερες- γυναίκες (μόνο;) και έπειτα έρχεται η πρακτικότητα. Έτσι λοιπόν, μπορούμε να… πλησιάσουμε το λόγο για τον οποίο το μικρό, το οποίο έχει αναπτύξει από κοινού το PSA Group (Peugeot/Citroen) με την Toyota, σε αυτή του τη μορφή που εκφράζει τη σύγχρονη, δυναμική, μοδάτη σχεδιαστική γλώσσα της Citroen, είναι τόσο δημοφιλές. Το ερώτημα είναι αν το αξίζει, αντικειμενικά (αφού όλοι ξέρουμε ότι οι γυναίκες δεν είναι και τόσο… αντικειμενικές).
Στα χέρια μου, πήρα την πεντάπορτη έκδοση Airscape με την υφασμάτινη αναδιπλούμενη οροφή και τον τρικίλυνδρο κινητήρα βενζίνης 1,2 λίτρων με τους 82 ίππους. Ήμουν, ως συνήθως, αρνητικά διακείμενος. Η συμβίωση μαζί του όμως, με έπεισε ότι αξίζει να το αγοράσει κανείς. Γιατί;
Το «είναι» του
Κατ’ αρχάς, αν είναι να το αγοράσεις, να το πάρεις σε αυτή την έκδοση. Με την υφασμάτινη οροφή, η οποία ανοίγει με το πάτημα ενός κουμπιού, πολύ γρήγορα και χωρίς διαδικασίες. Επίσης, ρυθμίζεται στο πόσο ανοιχτή θα είναι. Αυτό είναι το πρώτο point. Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, το, ούτως ή άλλως χαριτωμένο C1, θα σου φτιάχνει τη διάθεση, ακόμα και στο δρόμο για τη δουλειά, στη μουντή Αθήνα.
Δεν θα σταθώ στην εξωτερική του σχεδίαση. Στα στρογγυλά φανάρια με το «φρύδι» από πάνω τους, το σήμα της Citroen που διατρέχει την καλοσχεδιασμένη μάσκα με τα ακροβολισμένα κάθετα led, το αρμονικό πλαϊνό μέρος και το πίσω με τα μεγάλα φωτιστικά σώματα. Αλλά στην εσωτερική.
Μέσα, το C1 δίνει μια περίεργη αίσθηση νεανικότητας. Συνδυάζει το λιτό και το ρετρό, κατά έναν περίεργο τρόπο, με το φρέσκο, το νεανικό, το πολύ σύγχρονο. Και σε αυτό, δεν παίζουν ρόλο μόνο τα πολύ όμορφα (και πάρα πολύ άνετα!) καθίσματα με την πανδαισία χρωμάτων στα πλαϊνά τους. Το ταμπλό με τα σκληρά πλαστικά διατρέχουν γραμμές που του προσθέτουν αυτό το «κάτι» στην εικόνα του. Πίσω από το τριάκτινο τιμόνι, προβάλλει ο «σπαρτιάτικος» πίνακας οργάνων με την ένδειξη του ταχυμέτρου να δεσπόζει και τις υπόλοιπες (εκτός του στροφόμετρου, που απουσιάζει) σε έναν ηλεκτρονικό πίνακα, στο μέσο του.
Αν και ο οδηγός έχει όλα τα απαραίτητα χειριστήρια στο τιμόνι, δίπλα του, ακριβώς στο ύψος του πίνακα οργάνων, βρίσκεται το ηχοσύστημα, στο οποίο μου άρεσε πολύ αυτή η ρετρό επιλογή της «βελόνας» του ραδιοφώνου. Ακριβώς από κάτω, στο ύψος του δεξιού χεριού του οδηγού, βρίσκονται τα χειριστήρια του aircondition/ καλοριφέρ, τα αλάρμ, ο αναπτήρας και, χαμηλότερα, το USB port. Δεν χρειάζεται λοιπόν να μιλήσουμε για εργονομία. Ο/η οδηγός, τα έχει όλα στο χέρι του!
Στην καθημερινότητα, το C1 είναι πρακτικό και ευχάριστο στη χρήση, αφού έχει, εκτός της… χαριτωμενιάς και της εργονομίας, αρκετές ποτηροθήκες όπως και θέσεις για μικροπράγματα, καθώς και ντουλαπάκι.
Στο πίσω μέρος, η εικόνα είναι περίπου ίδια. Λέω «περίπου», επειδή οι πίσω επιβάτες θα έχουν τις δικές τους πόρτες μεν, θα έχουν παράθυρα με ανάκληση δε, ενώ οι χώροι είναι όσοι θα περίμενες για ένα αυτοκίνητο που δεν ξεπερνά σε μήκος τα 3,5 μέτρα. Τα 168 λίτρα του πορτ μπαγκάζ πάντως, είναι αρκετά.
Στο δρόμο
Όταν γράφω για το C1 να κινείται, δεν μπορώ να το φανταστώ με κλειστή οροφή. Για την οποία πραγματικά εκτιμώ ότι αξίζει να διαθέσεις κάτι παραπάνω για να την έχεις. Όχι μόνο επειδή φέρνει αυτό τον άλλο αέρα στο εσωτερικό, αλλά και επειδή είναι ποιοτική. Εσωτερικά, διαθέτει επένδυση, ενώ η συναρμογή της, όταν κλείνει, είναι άριστη. Το πλέον ευχάριστο είναι ότι δεν διαπίστωσα στροβιλισμούς και άλλα τέτοια ενοχλητικά φαινόμενα στην καμπίνα, με την οροφή ανοιχτή, ακόμα και σε ταχύτητες όπως τα 150 χαω!
«Μα καλά, πιάνει τα 150;» το ερώτημα. Η αλήθεια είναι πως, με αυτό το μοτέρ, το C1 είναι κάτι παραπάνω από σβέλτο στο δρόμο. Με κάτι παραπάνω από 900 κιλά βάρους και 82 ίππους, τα 10,9 δευτερόλεπτα για τα πρώτα 100 χαω από στάση και η τελική των 170 έρχονται σαν… παιχνιδάκι. Το μακρύ (πιο μακρύ δεν… γίνεται) πεντάρι κιβώτιο κάνει πιο απολαυστικό τον ελαστικό κινητήρα και φυσικά, χαρίζει σε οικονομία, όπου, ούτως ή άλλως δεν υπάρχει πρόβλημα. Η μέση κατανάλωση με σβέλτες μετακινήσεις και το δεξί πόδι στο πάτωμα (sorry, δεν μπορώ να οδηγήσω αλλιώς) κυμαίνεται περίπου στα 6,5 lt/100 km ενώ με μετακίνηση… πόλης (ανθρώπινη, δηλαδή), εύκολα το ρίχνεις κάτω από 5,5.
Έκπληξη είναι το τιμόνι του, το οποίο είναι ελαφρύ μεν, προσφέρει δε πολύ καλή πληροφόρηση για το πάτημα στο δρόμο. Πολύ καλή και η ανάρτηση με το γόνατα Μακφέρσον εμπρός και τον ημιάκαμπτο άξονα πίσω, αφού το μικρό Citroen δεν κοπανάει στις –πάμπολλες- ανωμαλίες των ελληνικών δρόμων, ούτε όμως χάνει εύκολα την επαφή του με αυτόν.
Η συμπεριφορά του είναι ουδέτερη, με κλίσεις που δεν θα προβληματίσουν και, ακόμα και αν το πιέσεις μετά το όριό του με σκοπό να υποστρέψει, τα ηλεκτρονικά θα παρέμβουν και θα το επαναφέρουν στην τάξη. Πολύ καλά και τα φρένα του, δημιουργούν ένα σύνολο το οποίο βοηθά για σβέλτη μετακίνηση στο αστικό περιβάλλον για το οποίο προορίζεται.