Die Bewegung auf der Straße leben
Draghi

Mario Draghi an die EU: ein neutraler Ansatz für die europäische Autoindustrie

Επικρίσεις στους ευρωπαϊκούς θεσμούς για την πολιτική της ενεργειακής μετάβασης

Draghi

«Να υιοθετήσουμε μια ουδέτερη προσέγγιση για την ευρωπαϊκή Automobilbranche βασισμένη στα γεγονότα» καλεί την Ευρωπαϊκή Ένωση ο Μάριο Ντράγκι, κατά την ομιλία του στου ευρωκοινοβούλιο, με επικρίσεις στους ευρωπαϊκούς θεσμούς για την πολιτική της ενεργειακής μετάβασης.

Η ομιλία του Μάριο Ντράγκι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιφύλαξε αρκετές επικρίσεις για τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Μία, ειδικότερα, αφορούσε τον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας και την απαγόρευση της πώλησης νέων αυτοκινήτων εσωτερικής καύσης από το 2035: «Για να επιταχύνουμε την απεξάρτηση από τον άνθρακα πρέπει να ευθυγραμμίσουμε τα μέσα και τους στόχους», προειδοποίησε ο Ντράγκι. «Δεν μπορείτε να επιβάλλετε τη διακοπή των κινητήρων εσωτερικής καύσης, λέγοντας σε έναν ολόκληρο τομέα παραγωγής ότι πρέπει να σταματήσει μια σημαντική γραμμή παραγωγής, και ταυτόχρονα να μην επιβάλλετε, με την ίδια ισχύ, την εγκατάσταση συστημάτων επαναφόρτισης, χωρίς να δημιουργήσετε τις διασυνδέσεις για να το κάνετε».

Όχι στις προκαταλήψεις

Ουσιαστικά, ο Ντράγκι επανέλαβε τα όσα ανέφερε στην έκθεσή του για την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ, στην οποία η αυτοκινητοβιομηχανία περιγράφεται ως «βασικό παράδειγμα της έλλειψης σχεδιασμού της Ένωσης και της εφαρμογής της πολιτικής για το κλίμα χωρίς βιομηχανική πολιτική». Από αυτή την άποψη, η έκκληση για περισσότερο πραγματισμό ήρθε και πάλι σήμερα: ο Ντράγκι προτείνει «να εγκαταλείψουμε πλήρως τις προκαταλήψεις και να υιοθετήσουμε μια ουδέτερη προσέγγιση βασισμένη στα γεγονότα».

Μια άλλη κρίσιμη πτυχή της ομιλίας αφορά την εστίαση στους παραδοσιακούς τομείς: ναι, η ευρωπαϊκή οικονομία πρέπει να «εκσυγχρονιστεί», αλλά είναι σημαντικό να «διαχειριστούμε τη μετάβαση για τις παραδοσιακές μας βιομηχανίες», διότι σε έναν «κόσμο όπου οι γεωπολιτικές σχέσεις εξελίσσονται και ο προστατευτισμός αυξάνεται, η διατήρηση βιομηχανιών όπως ο χάλυβας και τα χημικά που παρέχουν εισροές σε ολόκληρη την οικονομία και είναι ζωτικής σημασίας για την άμυνα έχει καταστεί στρατηγική.

Η στήριξη των παραδοσιακών βιομηχανιών παρουσιάζεται συχνά ως δυαδική επιλογή», υποστηρίζει ο Ντράγκι. «Μπορούμε να επιλέξουμε να τις αφήσουμε να φύγουν και να επιτρέψουμε τη μετατόπιση των πόρων σε νέους τομείς, ή μπορούμε να θυσιάσουμε την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και τελικά να παραιτηθούμε από μια μόνιμα χαμηλή ανάπτυξη. Αλλά η επιλογή δεν χρειάζεται να είναι τόσο ξεκάθαρη. Αν πραγματοποιήσουμε τις μεταρρυθμίσεις για να κάνουμε την Ευρώπη πιο καινοτόμο, θα χαλαρώσουμε πολλές από τις αντισταθμίσεις μεταξύ αυτών των στόχων».

Γρήγορη ανάκαμψη

Επομένως, για τον Ντράγκι, η Ευρώπη πρέπει να δράσει και μάλιστα γρήγορα, για παράδειγμα με παρεμβάσεις στον τομέα της ενέργειας («έχει καταστεί επιτακτική ανάγκη να μειωθούν οι τιμές»), αλλά υπό αυτή την έννοια είναι θεμελιώδες να υπάρχει «η βούληση για αλλαγή», επίσης να «υπερασπιστεί τις βασικές αξίες» της ηπείρου: «Δεν μπορούμε να πούμε όχι στο κοινό δημόσιο χρέος, όχι στην ενιαία αγορά, όχι στη δημιουργία της ένωσης κεφαλαιαγορών», δήλωσε ο πρώην τραπεζίτης. «Δεν μπορούμε να πούμε όχι σε όλα, διαφορετικά πρέπει να είμαστε συνεπείς και να παραδεχτούμε ότι δεν είμαστε σε θέση να διατηρήσουμε τις βασικές αξίες για τις οποίες δημιουργήθηκε αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση».

Για τον Ντράγκι, η Ευρώπη πρέπει επομένως «να ενεργεί όλο και περισσότερο σαν να ήταν ένα ενιαίο κράτος», με «ταχείες» αντιδράσεις: και αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον τομέα των νέων τεχνολογιών, για τις οποίες είναι πλέον επείγον να «καταρριφθούν τα εσωτερικά εμπόδια, να τυποποιηθούν, να εναρμονιστούν και να απλοποιηθούν οι εθνικοί κανονισμοί και να προωθηθεί μια κεφαλαιαγορά που θα βασίζεται περισσότερο σε μετοχές. Υπό αυτή την έννοια, είμαστε συχνά οι χειρότεροι εχθροί μας. «Έχουμε μια εγχώρια αγορά παρόμοια σε μέγεθος με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών. Έχουμε τη δυνατότητα να δράσουμε σε μεγάλη κλίμακα, αλλά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι τα εσωτερικά μας εμπόδια ανέρχονται σε δασμούς περίπου 45% για τη μεταποίηση και 110% για τις υπηρεσίες. Και έχουμε επιλέξει μια ρυθμιστική προσέγγιση που έχει δώσει προτεραιότητα στην προφύλαξη έναντι της καινοτομίας, ιδίως στον ψηφιακό τομέα».